χνοῦν

χνοῦν
χνόος
incrustation
masc acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικαρπίδιος — ἐπικαρπίδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • λασιόμαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μῆλον τὸ ἔχον χνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μᾶλον, αιολ. και δωρ. τ. τού μῆλον] …   Dictionary of Greek

  • λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …   Dictionary of Greek

  • προσαφή — ἡ, Α [προσάπτομαι] επαφή («τὰ φύλλα ἔχει χνοῡν ὑπότραχυν κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῡντα», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”